- ταχύπωλος
- τᾰχῠ-πωλος, ον,A with fleet, swift horses, epithet of the Greeks, Δαναοὶ τ. Il.4.232, al. (never in Od.);
Τυνδαρίδη Theoc.22.136
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Τυνδαρίδη Theoc.22.136
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύπωλος — with fleet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύπωλος — ον, Α (ως προσωνυμία τών Ελλήνων) αυτός που έχει γρήγορα άλογα, ταχύϊππος* («οὕς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πῶλος (πρβλ. καλλί πωλος)] … Dictionary of Greek
ταχυπώλους — ταχύπωλος with fleet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπώλων — ταχύπωλος with fleet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύπωλε — ταχύπωλος with fleet masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύπωλοι — ταχύπωλος with fleet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόπωλος — μελανόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρους πώλους, μαύρους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πῶλος (πρβλ. λευκό πωλος, ταχύπωλος)] … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek